- μεταξάδικο
- τό1) шёлкопрядильня; 2) магазин по продаже шёлка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεταξάδικο — το 1. μεταξουργείο 2. κατάστημα πώλησης μέταξας ή μεταξωτών υφασμάτων … Dictionary of Greek
μεταξάδικο — το το μεταξουργείο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)